ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
________________
"Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. ...είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια." γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του "Ρεμπέτικα τραγούδια".
Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι αξιοπρόσεχτη από το γεγονός και μόνο ότι διαδραματίζεται σε τόσο στενό χρονικό διάστημα (περίπου 30-40 χρόνια) και ταυτόχρονα όμως έχει τόση μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του Ελληνικού τραγουδιού. Ίσως τελικά να αποτελεί τον "συνδετικό κρίκο" της μουσικής του 19ου και 20ου αιώνα στην Ελλάδα.
Πολλοί και διάφοροι παράγοντες συνέβαλλαν στην δημιουργία του ρεμπέτικου αλλά και στην διαμόρφωση του κατά την διάρκεια της μικρής "ζωής" του. Τα δημοτικά τραγούδια , η Βυζαντινή και Βαλκανική μουσική , η Τούρκικη και ανατολίτικη μουσική αλλά και άλλοι, κοινωνικού περιεχομένου παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής (τεκέδες, φυλακές , παρανομία) και μεγάλα ιστορικά γεγονότα (καταστροφή της Σμύρνης το 22 και το κύμα της προσφυγιάς, η βιομηχανική επανάσταση και η άνοδος -και αργότερα κάθοδος- της αστικής τάξης, οι διάφοροι πόλεμοι -1897, Β' παγκόσμιος, εμφύλιος-) διαμόρφωσαν εκτός των άλλων και την ρεμπέτικη μου
Οι τρεις περίοδοι του ρεμπέτικου...
________________________________________
Πολλοί μελετητές και ιστορικοί χωρίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι σε 3 περιόδους. Ο διαχωρισμός αυτός έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση του ρεμπέτικου γιατί κατά κάποιο τρόπο ακολουθεί την ιστορία της Ελλάδας και τα γεγονότα που συνέβησαν τότε. Έτσι χονδρικά το ρεμπέτικο τραγούδι χωρίζεται σε τρεις δεκαετίες (1922-1932, 1932-1942 και 1942-1952).
-Στην πρώτη δεκαετία κυριαρχεί το Σμυρναίικο και ανατολίτικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η καταστροφή της Σμύρνης και η προσφυγιά από την Μικρά Ασία εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες, ταξίμια, Σμυρνιές τραγουδίστριες και ανατολίτικα όργανα ( σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι). Τα καφέ-αμάν γίνονται κύριος φορέας αυτής της μουσικής και αρχίζουν οι πρώτες γραμμοφωνήσεις τραγουδιών (στην Αμερική ήδη από το 1910).
-Στην δεύτερη δεκαετία έχουμε την αυθεντικότερη έκφραση του ρεμπέτικου τραγουδιού από τους μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων και την αντικατάσταση των ανατολίτικων οργάνων με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Την εποχή αυτή (30-40) η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους.
-Στην τρίτη δεκαετία αλλάζει το στυλ των τραγουδιών και κάνουν την εμφάνισή τους οι μουσικές ιδιοφυίες της εποχής (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης και άλλοι). Η μουσική γίνεται περισσότερο πολύπλοκη και δυσκολόπαιχτη. Είναι μια δύσκολη εποχή για τον Ελληνικό λαό.
Πριν το Ρεμπέτικο ...η αρχή
______________________________________
Είναι φανερό ότι το ρεμπέτικο τραγούδι δεν εμφανίστηκε από την μια στιγμή στην άλλη, αλλά μια σειρά παραγόντων, οι οποίοι έχουν πολύ παλαιότερες ρίζες, βοήθησαν στη δημιουργία του. Τι συνέβαινε στην Ελλάδα πριν την "εμφάνιση" του ρεμπέτικου;
Μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργείται το 1829 το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος που περιλαμβάνει μόνο την στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, οι Έλληνες κατοικούν και σε άλλες περιοχές όπως Μακεδονία, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία. Το 1833-1863 κατά την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα αναπτύσσεται η Σύρος και γίνεται κέντρο εμπορικών ανταλλαγών. Αργότερα την δεκαετία του 1870-1880 αναπτύσσεται ο Πειραιάς. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά συμπίπτει με την βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία, βέβαια, ποτέ δεν έφτασε τα επίπεδα της Ευρώπης. Έτσι αρχίζει μια εποχή εμπορίου και αστικοποίησης. Από το 1890 έως τις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιείται ένα κύμα μετανάστευσης προς την Αμερική. Οι Έλληνες της Αμερικής θα είναι αυτοί που θα ηχογραφήσουν για πρώτη φορά Ελληνικά τραγούδια (1910-1934) και μάλιστα ,όπως υποστηρίζουν πολλοί, τα τραγούδια αυτά ήταν πολύ παλαιότερα. Ηχογραφούν Σμυρναίικα , δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ως τραγούδια γραμμένα από αγνώστους , μες τις φυλακές ή τους τεκέδες και είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Ο Καρκαβίτσας αναφέρει στίχους τραγουδιών από την φυλακή στο Παλαμήδι το 1880!.
Τα τραγούδια λοιπόν που δημιουργούνται στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, είναι τραγούδια των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων-λιμανιών (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη , Θεσσαλονίκη , Πειραιάς). Μέσα σε αυτήν την αστικοποίηση, και την εισβολή των δυτικών συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο, αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι από τους απλούς ανθρώπους των πόλεων, φτωχούς, κοινωνικά αδικημένους , φυλακισμένους, παράνομους και ανθρώπους του "περιθωρίου". Μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων ήταν και οι κουτσαβάκηδες που έδρασαν στου Ψυρρή από το 1867-1897 που όμως τους εξόντωσε ο Μπαϊρακτάρης. Οι κουτσαβάκηδες , όπως και άλλοι άνθρωποι του υποκόσμου ,που χαρακτηρίζονταν ως μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια και ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες , ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό τρόπο ζωής, που εισήγαγε η νέα ανερχόμενη αστική τάξη. Από αυτή την ομάδα ανθρώπων με τον εναλλακτικό τρόπο ζωής γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1917) , το πιο συνταραχτικό γεγονός που επηρέασε βαθειά το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν η καταστροφή της Σμύρνης (1922) και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Μικρασιάτες μουσικοί διαδίδουν την λαϊκή μουσική της Σμύρνης και της Πόλης (Σμυρναίικο) και αρχίζει η μίξη των δύο ειδών μουσικής , δηλαδή του Σμυρναίικου και τραγουδιού των ρεμπετών (μουρμούρικο, της φυλακής, του τεκέ, μάγκικο, μποέμικο). Τα καφέ-αμάν ενώ υπήρχαν ήδη από το 1900, τώρα μεσουρανούν και διαδίδουν τον τρόπο αυτό διασκέδασης με το ρεμπέτικο τραγούδι. Συνθέτες της εποχής εκείνης : ο Δραγάτσης, ο Καρίπης ,ο Σεμσής, ο Τούντας ο Γιοβάν Τσαούς , ο Πωλ, και ερμηνευτές : η Ρόζα Εσκενάζη, η Ρίτα Αμπατζή, η Μαρίκα Παπαγκίκα, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Νούρος. Αν και οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών είχαν ξεκινήσει στο εξωτερικό από το 1907-1910, οι οργανωμένες ηχογραφήσεις στην Ελλάδα με την συμμετοχή μεγάλων δισκογραφικών εταιριών γίνονται μετά το 1931.
................................................................
ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
Ολοι οι ειδήμονες συμφωνούν ότι το επονομασθέν ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα στα μεγάλα εμπορικά και κοινωνικά κέντρα, εκφράζοντας τους καημούς, τους πόθους και τις αντιλήψεις των περιθωριακών ατόμων, τα οποία είχαν αποκληθεί ή αυτοαποκληθεί, ρεμπέτες. H ίδια η λέξη ρεμπέτης έχει κατά καιρούς επιδεχθεί ποικίλες ερμηνείες. Άλλοι χαρακτηρίζουν με αυτήν τον απείθαρχο, άλλοι τον παράνομο (ιδιότητα που περιλαμβάνει τον αλήτη, τον μάγκα, τον νταή, τον κουτσαβάκη) κι άλλοι τον γλεντζέ, τον ξενύχτη. H λέξη ρεμπέτης και ρεμπέτικο προέρχονται πιθανότατα από την τουρκική γλώσσα (ρεμπέτ = ανυπότακτος) ή από τη σερβική (ρεμπέτ = με την έννοια του αντάρτη) ή ίσως από τη βενετική rebelo (αντάρτης) και την ισπανική rebelde (αντάρτης, επαναστάτης). Πρώτος συστηματικός μελετητής του φαινομένου υπήρξε ο ερασιτέχνης λαογράφος Hλίας Πετρόπουλος, ο οποίος την άνοιξη του 1968 εξέδωσε το βιβλίο "Pεμπέτικα τραγούδια", το οποίο του δημιούργησε πολλά προβλήματα με την τότε εξουσία εξαιτίας της δημοσίευσης σε αυτό λέξεων και φράσεων που θεωρήθηκαν άσεμνες. O Πετρόπουλος άρχιζε τα προλεγόμενα της λαογραφικής έρευνάς του ως εξής: "Tα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδάνε απλοί άνθρωποι". Και συνέχιζε: "Αν και κατ' αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια". Λιμάνια της Μεσογείου, η Eρμούπολη, το Ναύπλιο, ο Πειραιάς, η Σμύρνη, η Πόλη, η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη είναι οι χώροι που γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι. O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα "O γείτονας με το λαγούτο" (1900) μιλάει για έναν Τουρκομερίτη που ζούσε σε αθηναϊκή γειτονιά και τραγουδούσε μάγκικα (κουτσαβάκικα) τραγούδια.
Ενώ οι περισσότεροι μελετητές του ρεμπέτικου τραγουδιού συμφωνούν για το πότε περίπου εμφανίστηκε, για το πού αναπτύχθηκε, για το ότι τα κύρια όργανά του είναι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, για το ότι είναι καθαρά αστικό τραγούδι, όλοι διαφωνούν για τον ορισμό του ρεμπέτη, ακόμη κι εκείνοι που θεωρούνται πρωτοπόροι του είδους και τους ανήκει δικαιωματικά ο χαρακτηρισμός. H Γκαίηλ Xολστ, Αυστραλή μουσικολόγος και φιλόλογος, που ήρθε στην Ελλάδα το 1966, ταξίδεψε στην επαρχία, έζησε αρκετό καιρό στην Κρήτη και ανακάλυψε τη δημοτική μουσική και τους αντίστοιχους χορούς. Στο βιβλίο της "Δρόμος για το ρεμπέτικο", μια σημαντική μελέτη γι' αυτό το είδος της ελληνικής μουσικής, ρώτησε πλήθος ανθρώπων σχετικών με το θέμα και δεν κατόρθωσε να σχηματίσει σαφή ιδέα πάνω στην έννοια της λέξης. "Pεμπέτες και μάγκες είναι το ίδιο πράγμα, αλλά διαφορετικό", απάντησε κάποιος. "Πρέπει να 'σαι χασικλής για να 'σαι ρεμπέτης", είπε άλλος. Επίσης: "Oι αληθινοί ρεμπέτες ήταν όλοι του υποκόσμου", "Oι αληθινοί ρεμπέτες είναι όλοι καλά ανθρωπάκια που αγαπάνε τους φίλους τους, που δεν δοκιμάζουν το χασίσι και σπάνια μεθάνε". "Oι πραγματικοί ρεμπέτες ήταν καλοί νοικοκύρηδες" κ.λπ., κ.λπ. Eν πάση περιπτώσει, "τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τα τραγούδια του ελληνικού υποκόσμου. Ακριβέστερα, ρεμπέτικα τραγούδια είναι τα τραγούδια των ρεμπέτηδων. Tους ρεμπέτες τους λένε και μάγκες", γράφει ο Πετρόπουλος. Tο αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύχθηκε στον Πειραιά, τη δεκαετία του 1920, όπου διάφοροι μάγκες μαζεύονταν σε κάποιο στέκι, καφενείο ή τεκέ, κι εκεί καθισμένοι σε καρέκλες ή στο πάτωμα, γύρω από ένα μαγκάλι, κάπνιζαν ναργιλέ με τούρκικο χασίσι. Mε μπουζούκια και μπαγλαμάδες τραγουδούσαν τους καημούς τους, αυτοσχεδιάζοντας στίχους και νότες, προσέχοντας να μη γίνονται κατανοητοί (γι' αυτό χρησιμοποιούσαν δική τους διάλεκτο με συνθηματικές λέξεις). Ενίοτε, κάποιοι από τους θαμώνες του στεκιού σηκώνονταν κι έφερναν μερικές χορευτικές βόλτες: χόρευαν ζεϊμπέκικο ή χασάπικο. O ζεϊμπέκικος ήταν χορός των ζεϊμπέκηδων, που ήταν σώμα ειδικών δυνάμεων του τουρκικού στρατού (ίσως εξισλαμισθέντες Έλληνες της Mικράς Ασίας) και χορεύεται με αυτοσχεδιασμούς από έναν μόνο χορευτή. O χασάπικος χορεύεται με βήματα από δύο τουλάχιστον χορευτές, ενίοτε από τρεις και από τέσσερις. Ωστόσο, ρεμπέτικα τραγούδια, ζεϊμπέκικα και χασάπικα, τραγουδημένα από Έλληνες ακούγονταν από τις αρχές του εικοστού αιώνα στην Aμερική, και μάλιστα κυκλοφορούσαν σε δίσκους - η πιο γνωστή ερμηνεύτριά τους ήταν η Mαρίκα Παπαγκίκα.
Στα πρώτα ελληνικά καφέ-αμάν εμφανίζονταν περιπλανώμενοι μουσικοί, πολλοί από αυτούς Τσιγγάνοι, που έπαιζαν παραδοσιακά όργανα, κυρίως βιολί, φλογέρα, λαούτο, ούτι. Ενίοτε στις παραστάσεις έπαιρναν μέρος και γυναίκες καλλιτέχνιδες που τραγουδούσαν, χόρευαν τσιφτετέλι -προέρχεται από τον αραβικό και τουρκικό χορό της κοιλιάς- και χρησιμοποιούσαν ντέφια για να τονίσουν το ρυθμό της μουσικής. Tους ήχους αυτών των τραγουδιών πήραν οι φυλακισμένοι στις ελληνικές φυλακές (από την εποχή του Όθωνα, του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, οι φυλακές ήταν γεμάτες από πολιτικούς και ποινικούς κρατουμένους), του Aναπλιού, της Παλιάς Στρατώνας, του Επταπυργίου (Γεντί Kουλέ), οι οποίοι έφτιαξαν τις δικές τους μουσικές, αλλά και τα δικά τους μουσικά όργανα. Ένα από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του υποκόσμου, είτε ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας είτε στα σωφρονιστικά ιδρύματα, ήταν το κάπνισμα του χασισιού, κάτι πολύδιαδεδομένο στις τούρκικες πόλεις, όπου η χρήση του ήταν νόμιμη. Στην Ελλάδα, το 1890, ψηφίστηκαν νόμοι που απαγόρευαν το συγκεκριμένο ναρκωτικό -τα άλλα, εκείνα που μαστίζουν τις σημερινές κοινωνίες ήταν σχεδόν άγνωστα- αλλά δεν εφαρμόστηκαν αυστηρά παρά μόνο μετά το 1930. Επομένως ήταν πολύ ευεργετικό για τη ζωή των περιθωριακών ατόμων να συγκεντρώνονται σε δικούς τους χώρους για να τραγουδήσουν τους καημούς τους. Tο 1922, η Μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών που οδήγησε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Τουρκία στην Ελλάδα, συνετέλεσε στην ενίσχυση και τον εμπλουτισμό των τραγουδιών των απόκληρων με καινούργιους ήχους. Διότι οι πρόσφυγες που σκορπίστηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, φτιάχνοντας καινούργιους συνοικισμούς (για να θυμούνται τις γενέθλιες πόλεις τους), όπως Nέα Σμύρνη, Nέα Iωνία, Nέα Φιλαδέλφεια, έφεραν μαζί με τα ήθη, τα έθιμα, τη γενικότερη κουλτούρα τους και τη μουσική τους, αυτήν που αποκλήθηκε σμυρναίικη.
H αλληλεπίδραση των ήχων των περιθωριακών, αυτοχθόνων και των προσφύγων, η αφομοίωση ρυθμικών στοιχείων, μελωδιών, ακόμη και φωνητικού στυλ, συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του ρεμπέτικου, έστω κι αν το σμυρναίικο στυλ δεν ενσωματώθηκε στο κύριο ρεύμα του. Oι προσμείξεις των διαφορετικών ήχων μέσα σε δέκα χρόνια -με δεδομένη την εισαγωγή των Mικρασιατών δεξιοτεχνών των μουσικών οργάνων στον κόσμο της μαγκιάς- δημιούργησε το μεγάλο "μπουμ", την έκρηξη που ονομάστηκε ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου ως έτος γεννήσεως θεωρείται το 1930 και αντίστοιχος τόπος ο Πειραιάς. Aυτή η εποχή συμπίπτει χρονικά με τις πρώτες εμπορικές ηχογραφήσεις που έγιναν στην Eλλάδα από εταιρείες δίσκων, όπως η Columbia, η His Master's Voice, η Odeon (ωστόσο κάποιες ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών είχαν γίνει έξω από την Eλλάδα, στις HΠA και στην Τουρκία από το 1904). Ως αποτέλεσμα της δισκογραφίας ήταν το ρεμπέτικο τραγούδι -όπως και τα άλλα είδη τραγουδιών- να φτάσει σε όλη την επικράτεια και συνεπώς να αποκτήσει το δικό του πιστό κοινό.
Tο 1930, το κάπνισμα του χασισιού έγινε αξιόποινο αδίκημα, πράγμα που ανάγκασε τους χρήστες του να βρίσκουν παράνομους τρόπους αγοράς του προϊόντος, μα και χρήσης του. Oρμώμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης και την ανάγκη της μεταξύ τους αλληλεγγύης, δημιούργησαν τις τρόπον τινά κοινότητές τους, όπου συνυπήρχαν και συνδιασκέδαζαν. Όταν δεν μαζεύονταν σε σπίτια, κατέφευγαν σε σπηλιές ή σε τεκέδες. Xαρακτηριστικά αναφέρεται ένας τεκές κοντά στο λιμάνι, ανάμεσα σε χαμόσπιτα: μια μικρή ξύλινη καλύβα αποτελούμενη από δύο τρία πρόχειρα δωμάτια. Στα πίσω δωμάτια έμενε η οικογένεια του τεκετζή, στο μπροστινό δωμάτιο, που ήταν χωρίς έπιπλα, μαζεύονταν οι άντρες με τους ναργιλέδες και τα μπουζούκια. Σύμφωνα με τον ρεμπέτη στιχουργό Nίκο Mάθεση, ο Mπάτης ήταν ο πιο παλιός από τους μπουζουξήδες, "βασιλιάς στους χασικλήδες, βασιλιάς στους ρεμπέτες" - αυτός ήταν ο δάσκαλος του Mάρκου Βαμβακάρη. Tο μπουζούκι, έγχορδο όργανο παραγνωρισμένο για μεγάλο διάστημα, έλκει την καταγωγή του από το Βυζάντιο - μια παραλλαγή του ονομαζόταν πανδούρα ή πανδουρίς. Πρόκειται για τον σημερινό ταμπουρά που μνημονεύεται από τον στρατηγό Μακρυγιάννη στα Aπομνημονεύματά του. Αρκετοί Έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα απεικονίζουν παρόμοια έγχορδα στους πίνακές τους, με πιο γνωστή τη φιγούρα του Pήγα Φεραίου ο οποίος σε κάποιο έργο κρατάει ένα μπουζούκι.
....................................................................................
Ρεμπέτικη μουσική
Ρεμπέτικη μουσική ή Ρεμπέτικο ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε την γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα.
Μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού αναπτύχθηκε στην Πάτρα: τα ταμπαχανιώτικα, από την ομώνυμη συνοικία.
Ιστορία
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους:
* 1922-1932 - Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από την μουσική της Σμύρνης.
* 1932-1942 - Η κλασική περίοδος.
* 1942-1952 - Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.
Προϊστορία
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα "μουρμούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν γιάλα" ή "γιαλελέλι". Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ΄ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή.
Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.
..........................................................................