ΤΟ ΛΙΒΑΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ


      Σε τοπική εφημερίδα του Πειραιά δημοσιεύεται έφοδος ενός αστυνομικού σε «χασικλήδικο»:
    «Ο Φάνης, ο ιδιοκτήτης του καταγωγίου, τρίβει τα μάτια του, χαμογελάει, μας κάνει διάφορες  ρεβεράντσες και μας γλυκομιλάει:
- Καλώς  τα παλικάρια. Πώς αυτό στο τσαρδί  μας;
       Οι άλλοι, οι μαστούρηδες, μορφάζουνε απελπιστικά από ικανοποίηση για την φιλική μας προσέγγιση. Ο ένας μάλιστα απ' αυτούς μας δείχνει δύο σκαμνιά και μας καλεί να κάτσουμε ενώ τραγουδάει τη συνοδεία ενός μπαγλαμά:
           Πού θα βρούμε, πού  θα βρούμε  
           ναργιλέ για να την πι­ούμε...
       Ο αστυνομικός μετά τις φιλικές διαχύσεις ζητάει τον λουλά. Αυτός όμως έχει εξαφανιστεί  ως δια μαγείας και όλοι σταυροκοπιούνται, ότι απόψε δεν τον άναψαν. Παρ' όλες τις επιμονές του, εκείνοι αρνούνται πάντοτε.
       Όταν δε τους ρώτησε: Μα, καλά, βρωμάει χασίσι όλη η χαμοκέλα σας, ο Φάνης με περί­φημη επιτήδευση   λέγει: «Τι λες, κυρ-Παναγή μου. Λιβάνι­σα το εικόνισμα μια κι είναι  της   χάρης  της   σήμερα, της  Αγίας Μαρίνας».
       Τους τεκέδες του Πειραιά «έδειξε» και ο Μάρκος μέσα από το τραγούδι του «Ο χαρ­μάνης». Ο πρώτος ήταν του Ζουάνου του Καλοκαιρινού. Υπήρχαν και του Κωλομπότση, του Μίχαλου, του Φούκα, του Σάλωνα, του  Αβίγλη...«Όλοι  οι    τεκέδες ήταν ίδιοι,    αφηγείται ο Βαμβακάρης.
       Ένα σπιτάκι ήτανε τεκές.  Ένα άλλο παραγκάκι. Δεν υπήρχε, δηλαδή, να ναι σαλόνι να το κά­νουνε τεκέ. Όχι …. Ο τεκές του Σάλωνα ήτανε δύο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήταν οι πρόσφυγες. Το ίδιο ήτανε και του Μίχαλου, στα Χιώ­τικα.
       Ο Λυκαδιώτης είχε ένα μαγαζά­κι σαν καφενείο. Ύστερα ήταν του Γεράσιμου, πάλι στο Γκαζοχώρι του Πειραιά, κοντά στη Λεύκα. Κι αυτό σα μικρό καφε­νεδάκι ήταν. Πολλές φορές παίρνανε τα βουνά,  Λεύκα,  πρανή  Καραβά, Αγίας Σοφίας. Να φουμάρουνε άργιλε γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα όχι άψε σβήσε. Στο βουνό, στις   σπηλιές.

πηγή  www.koutouzis.gr .