ΟΙ ΤΕΚΕΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ένα απέραντο ….χασισοποτείο ήταν η περιοχή από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Λειτουργούσαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες.

Το πιο πολυτελέστερο ….χασισοποτείο ήταν του Τζοάνου, μιας μεγάλης μορφής του κόσμου της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε και σαν καφενείο-ουζερί, πάντα με δροσερές και ελαφροντυμένες γκαρσόνες, έτοιμες να ικανοποιήσουν απαιτητικούς πελάτες.

Ένα βράδυ, παρ ότι απαγορευόταν, ένας δόκιμος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, μπήκε στου Τζοάνου με την επίσημη στολή εξόδου. Ο Τζοάνος είτε για να τον περιποιηθεί, είτε για να τον ξεφτιλίσει, του έβαλε πάνω στο κάρβουνο τουμπεκί, που είναι βαρύτερο απ' το χασίς.

Ο δόκιμος, αμάθητος στο ναρκωτικό, ζαλίστηκε κι αποφάσισε να φύγει γρήγορα. Παραπατούσε και κατά λάθος παρέσυρε και έσπασε με τη χλαίνη του τον αργιλέ. Τότε οι ρεμπέτες σκάρωσαν ένα τετράστιχο, που έγινε σουξεδάκι στις φυλακές:

Μας έσπασες τον αργιλέ

κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ.

Τον πήρε η μανδύα σου

Γα………………………………..
Όπως γράφει το «Ασκαρδαμυκτί» ξακουστός τεκές ήταν κι η "παράγκα του Σερενάκη", στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. Εκεί μαζευόταν η σάρα και η μάρα. Οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες του Πειραιά. Σε καθάριζαν "δια ασήμαντον αφορμήν".......

Κοντά στον Αγιο Διονύση, σε μια πάροδο της Κανελλοπούλου, ήταν ο τεκές της κυρα-Ρήνης της Μπουρδούσαινας. Ήταν μια όμορφη γυναίκα και πολλοί την γυρόφερναν.
Στην περιοχή των Βούρλων λειτουργούσε και ο "περιοδεύων" τεκές του Σάλωνα. Κάθε τρεις και λίγο άλλαζε στέκι για να μην τον εντοπίζουν οι Χωροφύλακες. Σ' αυτόν πάγαιναν οι χασικλήδες γιατί είχε το "Μπρούσσο φίνο". Εξ ου και το τετράστιχο:

Θα πάω να μαστουρωθώ

και τη χαρά μου να 'βρω

μες στον τεκέ του Σάλωνα

πού 'χει το φίνο μαύρο.

Χασίς και ρεμπέτικο. Βίοι παράλληλοι. Ένα είδος μουσικής που αναπτύχθηκε παράνομα, μέσα στους τεκέδες και κάτω από τη βαριά μυ­ρωδιά του χασίς. Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή - που μας έφερε και το ρεμπέτικο, κα­τά κάποιο τρόπο- από το 1914 είχε εγκατασταθεί «πλήθος χασισοποτών», κυρίως από τη Μικρά Ασία, στην «Πειραϊκή Χερσό­νησο» που από παλιά, λόγω των ερημικών τοποθεσιών της, χρησίμευε ως κέντρο χασικλήδων.

Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, και τον ερχο­μό των προσφύγων στην Ελλά­δα το ρεμπέτικο εκτινάσσεται και με τη βοήθεια της δισκογραφίας στα χρόνια του 30. Βιολί, ούτι, σα­ντούρι, λύρα, κανονάκι για τα σμυρναίικα και μπουζούκι, κι­θάρα, μπαγλαμάς -κατ εξοχήν όργανο της φυλακή- για το ρε­μπέτικο στον Πειραιά. Στο λιμά­νι, άλλωστε, αναδύεται το ρεμπέτικο με τη μορφή που το ξέ­ρουμε.

«Εκεί στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, καταστάλαζε το όνει­ρο της μέρας. Κι απ αυτό το υλι­κό, από τα όνειρα των ανθρώ­πων, ο Μάρκος έφτιαχνε τα τραγούδια του. Κι οι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι θεόφτωχοι και οι ρέστοι, άκουγαν τα δεινά και τα πάθη τους να γίνονται τραγούδι, το τρα­γούδαγαν, ξεγελιόντουσαν και συνέχιζαν να ζουν», θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης και απα­ντά ίσως με αυτό τον τρόπο στο πώς είναι δυνατόν τα στρώμα­τα των αγράμματων, αμόρφω­των και ρυπαρών, ενίοτε εξα­θλιωμένων, να δημιουργήσουν τόσο πρωτότυπες καλλιτεχνικές μορφές ποίησης μουσικής, χο­ρού.

Γιατί έτσι ακριβώς ήταν οι ρε­μπέτες

Λιμενεργάτες, εκδορείς -όπως και ο Μάρκος-, παλαιοπώλες...

Η σκιά του Μάρκου -του κύ­ριου εκφραστή του είδους- όπως και του ρεμπέτικου απλώνεται πάνω από τον Πειραιά, κυρίως του λιμανιού και των βορινών προσφυγικών συνοικισμών. Ποτέ το ρεμπέτικο δεν έγινε υπό­θεση των πολλών.

Μέχρι το '37, περίπου, και τη δικτατορία του Μεταξά, το ρε­μπέτικο ήταν ρεμπέτικο. Μετά άρχισε η λογοκρισία. Οι λουλάδες, οι πρέζες και τα χασίσια πετάχτηκαν από τα τραγούδια και αυτό που έμεινε ήταν ένα νέο είδος μουσικής διάδοχο του ρε­μπέτικου, που τα ηνία ανέλαβε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ακολούθησε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που έβαλε τέλος στους τεκέδες..

πηγή  www.koutouzis.gr .
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής

Σχόλια