Η ΤΕΤΡΑΣ

      Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς. Βρισκόμαστε στο 1934 και οι Γ. Μπάτης, Ανέστος Δεληάς, Μάρκος Βαμβακάρης και Στράτος Παγιουμιτζής σχημα­τίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κο­μπανία και εμφανίζονται στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, κάπου εκεί στη Δραπετσώνα.
      Τους βρίσκουμε ακόμη στην πλατεία Καραϊσκάκη,   στην Κρεμμυδαρού -σημερινή Δραπετσώνα-, στο Κερατσίνι, αλ­λά και στα άγρια βράχια που χρησίμευσαν σαν κρυψώνες για   τους  «πότες»  του Πειραιά.
       Ο Ανέστος ήρθε από τη Σμύρνη, ο Στράτος από το Αϊβαλί, ενώ ο Μάρκος από τη Σύρο και ο Μπάτης από τα  Μέθενα. 
     Ο Μάρκος μπαίνει στη δου­λειά από εφτά χρονών παιδί. Στα 13 του θα βρεθεί λαθρεπιβάτης να ταξιδεύει για τον Πειραιά. Πρώτη στάση στα Ταμπούρια και χαμάλης στο λιμάνι. Ξεφορτωτής στις μαούνες στη συνέ­χεια, αλλά και εκδορέας στα Σφαγεία του Πειραιά. Στα 17 του έρχεται η πρώτη εμπειρία με το χασίς. Ακολούθησε μια ζωή μέ­σα στους τεκέδες τις πόρνες, το κυνηγητό απ' την αστυνομία, τα κρατητήρια και τις φυλακίσεις το άγχος  της επιβίωσης, αλλά και το μεράκι για το μπουζούκι και το τραγούδι.
      Ο Μπάτης είχε ένα μικρό κα­φενεδάκι στου Καραϊσκάκη, στα τότε Λεμονάδικα. Δυο-τρία τραπεζάκια όλα και όλα, και ένα πατάρι. Εκεί είχε πολλά όργανα, τόσα που κάποτε για τη μεταφορά τους στην Ασφάλεια χρειάστηκε χειράμαξο. Έξω από αυτό το καφενείο έχουν τραβηχτεί μερικές από τις ιστορικότερες   φωτογραφίες  του ρεμπέτικου.
      Το καφενείο είχε δυο πόρτες προς το εσωτερικό δρομάκι και ανάμεσα του υπήρχε ένα χώρι­σμα που δημιουργούσε δύο μικρούς χώρους. Ο  ένας  έδινε  την όψη κανονικού καφενείου. Στον άλλο, μέσα, υπήρχαν τα σύνερ­γα του χασίς και από μια μικρή τρύπα ενός ρόζου πέρναγε το μαρκούτσι του ναργιλέ προς τον χώρο του κανονικού καφενεί­ου, απ' όπου τραβούσαν εκ πε­ριτροπής και στην περίπτωση κινδύνου απλώς το μαρκούτσι τραβιόταν από μέσα. Και λέγε­ται πως κάποια φορά ένας αστυφύλακας μπήκε στο καφε­νεδάκι αιφνιδιαστικά, και το μεν μαρκούτσι τραβήχτηκε από τον παραγιό που ήταν στον διπλα­νό χώρο και δεν έγινε αντιληπτό, αλλά ο Μπάτης κατελήφθη με το στόμα γεμάτο ντουμάνι, κλει­στό όμως. Και στην παρατήρη­ση του αστυφύλακα γιατί κρα­τάει το στόμα του κλειστό, ο Μπάτης το άνοιξε βγάζοντας  καπνούς ρυθμικά και κάπως τε­λετουργικά, συνιστώντας να μην τον απασχολούν γιατί είναι   φακίρης!
    Πάντως, "όλως τυχαίως", το 1937 πυρκαγιά κατέστρεψε την πλατεία Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα, κι οι μάγκες ξεσπιτώθηκαν...   
     Ο Μεταξάς κυνήγησε πολύ το μπουζούκι, το ρεμπέτικο και το μαρκούτσι! Το 1937 βγήκε νόμος που απαγόρευε τους αμανέδες, τους τεκέδες, τους μπαγλαμάδες και τους λουλάδες.

       
Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης,  Δεληάς, η κομπανία  "ΤΕΤΡΑΣ".
  
Για τον Ανέστο Δεληά, ή Αρτέμη, ο Βαμβακάρης γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Ο Δεληάς ήταν ένα παιδάκι και κα­θόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόνταν οι πρόσφυγες. Εκεί υπήρχανε όλοι οι τεκέδες Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες κι έπαι­ζε κατ' αρχήν κιθάρα. Εγώ τον έβαλα μπροστά να μάθει μπου­ζούκι, κι όπως  και έμαθε. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Εμείς   τότε δεν τον εζυγώναμε».
        «Με το Στράτο εγυρίζαμε τους  τεκέδες,  καθαρά. Τον οποίο γνωριστήκαμε εκεί μέσα, γιατί ο Στράτος ετραγούδαγε τότες και εγώ έπαιζα μπουζούκι. Ήταν  βαρκάρης  αυτός. Τον λέγανε κουτόμαγκα γιατί εφούσκωνε από χασίσι αυτός», γράφει ο Μάρκος.
       Τι κι αν με νόμο του 1919 «τιμωρούνται δια φυλα­κίσεως οι διευθυνταί ή οι συντηρούντες καταγώγια ή άλλα ενδιαιτήματα εν οις κατά σύστημα παρέχονται τα μέσα προς χασισοποτίαν ή οι τινές εν γνώσει ανέχονται τούτο καίτοι μη παρέχοντες τα μέσα».
        Τα χασισοποτεία, ή τεκέδες, κυριαρχούσαν στον Πειραιά -και όχι μόνο- παρέα με το ρε­μπέτικο. Ο συσχετισμός δεν γί­νεται αυθαίρετα. Γράφει ο Κ. Μακρής το 1929 στο βιβλίο «Το ελληνικόν χασίς»: «Τα σύνεργα του 'Ελληνος  χασιστού, του  ανήκοντος  ες τας κατωτέρας ταύτας τάξεις, είναι η καπνοσύριγξ και είδος εγχόρδου οργάνου όπερ αποκαλούσι μπαγλαμάν, και τους   ήχους του οποίου θε­ωρούσαν απαραίτητους κατά την διάρκεια της μέθης των»...
      Στο «Μπουκέτο» του 1929 δια­βάζουμε: «τότε εμφανίζεται και μια εξαιρετική υπερευαισθη­σία της ακοής. Η μουσική επε­νεργεί με τον πιο έντονο τρόπο στον χασισοπότη...Έστω  και αν δεν ξέρει χορό σηκώνεται πολλές  φορές και χορεύει».

πηγή  www.koutouzis.gr .