ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΓΡΑΦΕΙ Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ

ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Το λαϊκορεμπέτικο τραγούδι υπήρξε από τον καιρό της μικρασιατικής καταστροφής (1922) και μέχρι το τέλος του Εμφυλίου (1949) το κύριο μέσο έκφρασης των σκέψεων, των προβληματισμών, των συναισθημάτων και των καημών του ελληνικού λαού. Έχοντας τις ρίζες του στους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού, άρχισε να διαμορφώνεται στις ελληνικές πόλεις του 19ου αι. Μπολιάστηκε, ωστόσο, με τον ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό των Ελλήνων της Ιωνίας: οι Μικρασιάτες, εξοικειωμένοι ήδη με την ανατολίτικη παράδοση των αμανέδων, αφομοίωσαν και εξέλιξαν τόσο το ρεμπέτικο τραγούδι που το τελευταίο κατέληξε πια να ταυτίζεται με τη μουσική την οποία κουβάλησαν μαζί τους οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής. Έτσι, τα ρεμπέτικα γνώρισαν ευρεία απήχηση στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας που ζούσαν στις ίδιες με τους πρόσφυγες συνθήκες ανέχειας ακόμα και εξαχρείωσης λόγω του οικονομικού μαρασμού, των πολιτικών απογοητεύσεων, των αποτυχημένων πολεμικών επιχειρήσεων και των συνεχών κοινωνικών αλλαγών. Οι ρεμπέτες που τραγουδούσαν στα περίφημα Καφέ Αμάν της εποχής εξέφραζαν με τις πενιές τους τον ερωτισμό, τον μάγκικο τρόπο ζωής αλλά και τον σύγχρονο πολιτικό προβληματισμό. Για τον λόγο αυτό, το ρεμπέτικο συνήθως ερχόταν σε αντιπαράθεση με το ελαφρό –δυτικής προέλευσης- τραγούδι που θεωρούνταν προϊόν εισαγόμενο και εν μέρει επιβαλλόμενο στην ελληνική κουλτούρα από την προσανατολισμένη σε ευρωπαϊκότερα πρότυπα και συνήθειες ανώτερη αστική τάξη.

Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρίσκει και τα δύο είδη (το ρεμπέτικο και το ελαφρό) σε πλήρη άνθιση∙ είναι, λοιπόν, κάτι περισσότερο από αναμενόμενο ότι η μουσική θα γίνει ένα ακόμα όπλο και μέσο αντίστασης στα χέρια των μαχόμενων Ελλήνων/-ίδων. Το λαϊκό τραγούδι αντίκρισε τον πόλεμο με μια ποικιλία προσεγγίσεων, διαφορετικών ή ακόμα και αντίθετων μεταξύ τους: την ηρωική, την αντιηρωική, την κριτική, την ερωτική και βέβαια τη σατιρική. Το ελαφρό τραγούδι, βασισμένο κυρίως σε παρωδίες παλαιότερων τραγουδιών και στη φωνή της Σοφίας Βέμπο (της «τραγουδίστριας της Νίκης», όπως ονομάστηκε), δεν είχε τόσο μεγάλη ποικιλία απόψεων συγκρινόμενο με το λαϊκό τραγούδι: ενισχυμένο με στοιχεία από τις επιθεωρήσεις του θεάτρου, εκμεταλλεύτηκε περισσότερο από το ρεμπέτικο τις σατιρικές δυνατότητες του θέματος.

Είναι εύλογο πως το πολιτικό τραγούδι της εποχής δεν εγγραφόταν σε δίσκους αλλά τραγουδιόταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή πληροφοριοδότες/προδότες. Γι' αυτό και συνήθως εκφραζόταν χωρίς λογοκρισία, χωρίς αλληγορίες και μεταμφίεση. Ένας παράγοντας που ευνοούσε την άμεση έκφρασή του ήταν και η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές.

Μέσω των ρεμπέτικων τραγουδιών της περιόδου εκείνης -των ρεμπέτικων της Κατοχής, όπως ονομάστηκαν- έχουμε μια αρκετά ανάγλυφη κι ιδιαίτερα καλλιτεχνική απεικόνιση διάφορων πλευρών της καθημερινότητας των Ελλήνων/-ίδων που έζησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή. Το φθινόπωρο του 1941 και, κυρίως, ο χειμώνας 1941 - 42, χαρακτηρίζεται ως η περίοδος της μεγάλης πείνας του ελληνικού λαού. Τα τρόφιμα είναι πια δυσεύρετα στην πρωτεύουσα κι ο κόσμος πεθαίνει απ' την εξάντληση. Πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία και αισχροκερδούν σε βάρος των συνανθρώπων τους: είναι οι λεγόμενοι μαυραγορίτες και λαδάδες. Τότε εμφανίζονται και οι ριψοκίνδυνοι και θαρραλέοι σαλταδόροι, οι κλέφτες της Κατοχής. Στερημένοι και πεινασμένοι, οργανώνονται σε ομάδες, «σαλτάρουν» στα γερμανικά ή ιταλικά καμιόνια κι αρπάζουν ό,τι βρουν στην καρότσα των αυτοκινήτων. Διακινδυνεύουν συχνά τη ζωή τους επιδιδόμενοι σε μια μορφή βίαιης αλλά δικαιότερης ανακατανομής τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Έτσι, πολλοί ρεμπέτες καταγράφουν στους στίχους τους την εξαθλίωση, την ηρωική (σαλταδόροι, αντάρτες) ή αντιηρωική (μαυραγορίτες) συμπεριφορά των συμπατριωτών τους , το μένος και τη σκληρότητα των κατακτητών αλλά και την ελπίδα για την απόκρουση του εχθρού.

Πηγές:

http://el.wikipedia.org/wiki/Ρεμπέτικη μουσική

http://www.rebetiko.gr/