ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙ

Λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους που μιμούνται τους παλιούς νταήδες της εποχής.

Με την πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταήδες κατηγορήθηκαν από την κατεστημένη τάξη για εσκεμμένη επίδειξη δύναμης (η οποία ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν και πραγματική), με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει γενικά την έννοια του ψευτοπαληκαρά, αυτού που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς λόγο.

Η ονομασία οφείλεται στον Κουτσαβάκη, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό μάγκα του 19ου αιώνα.

Στο λαϊκό τραγούδι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του ψευτοπαληκαρά, του νταή.

Ο Μάρκος, όμως, στο «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» τη χρησιμοποιεί θετικά.


Πηγη.rembetiko.gr