Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΔΕΛΙΑ

Δεκάδες ρεμπέτικα τραγούδια έχουν γραφτεί για το χασίσι και τον αργιλέ, την πρέζα όμως μόνο ελάχιστα την έχουν σαν κύριο θέμα τους: Το 1934 ο Ε. Παπάζογλου ηχογράφησε τον Νικοκλάκια με τον Στ. Περπινιάδη· ο πρεζάκιας του Γιοβάν Τσαούς (Ι. Εϊρτζίδη) με τον Α. Καλυβόπουλο και Ο πόνος του πρεζάκια του Ανέστου Δελιά -και τα δυο ηχογραφημένα το 1936. Υπάρχουν ακόμα δύο, το Είμαι πρεζάκιας (Σ. Ψυριώτη-Ν.Δέλτα) με την Ρόζα του 1934 (έγινε γνωστό σαν Ούζο όταν πιεις από την Χ. Αλεξίου) και ο Κοχλαράκιας (1935) των Μεσολογγίτη-Βιδάλη, τα οποία όμως προέρχονται από την επιθεώρηση.

Ο Παπάζογλου εστιάζει στην περίπτωση του Νικοκλάκια, ενός μάγκα που ξέπεσε στην ηρωίνη και έχει καταστεί ο περίγελος της γειτονιάς. Ο Γιοβάν Τσαούς περιγράφει σε α΄ πρόσωπο τη ζωή των πρεζάκηδων με ανατριχιαστική λεπτομέρεια -τους ήξερε καλά, γιατί το καφενείο που διατηρούσε ήταν κοντά στον σταθμό του τραίνου, όπου εκείνοι έβρισκαν καταφύγιο. Και ο Δελιάς μιλάει σε α΄πρόσωπο και μιλάει για τη ζωή του εξαρτημένου από την ηρωίνη, αλλά εκείνος δεν μένει μόνο στο εξωτερικό, στις πράξεις, αλλά προχωρά βαθύτερα, περιγράφει τα συναισθήματά του, την ψυχολογία του. Αν ο Παπάζογλου μας δείχνει τον πρεζάκια μέσα από το δικό του βλέμμα, το βλέμμα ενός υγιούς ανθρώπου, ο Δελιάς μας βυθίζει μαζί του στην άβυσσο της εξάρτησης. Γιατί ο Ανέστος Δελιάς (ή Αρτέμης ή Μαύρη Γάτα) είναι ο μοναδικός ρεμπέτης που πέθανε από την ηρωίνη το καλοκαίρι του 1944.

Γεννημένος στη Σμύρνη το 1912, ο Ανέστος ήταν ο νεώτερος της Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς, της πρώτης ρεμπέτικης μπάντας που είχε φτιάξει ο Μάρκος με τον Μπάτη και τον Στράτο. Ήταν εξαιρετικός μπουζουξής και συνθέτης: Μας έχουν σωθεί 10 δικά του τραγούδια, μεταξύ των οποίων ο Νίκος ο Τρελάκιας και το Σακκάκι, που έγιναν γνωστά όταν τα τραγούδησε παλιότερα ο Μ. Μητσιάς και βέβαια Το χαρέμι στο χαμάμ, μια από τις μεγαλύτερες, τις διαχρονικότερες επιτυχίες του ρεμπέτικου.

Λέγεται ότι στην πρέζα τον έρριξε μια πόρνη, η Κατερίνα, γνωστή ως Σκουλαρικού και μάλιστα εν αγνοία του: Όταν κοιμόταν, λέει, του φύσαγε με σωληνάκι την πρέζα στη μύτη την ώρα που εισέπνεε, επειδή φοβόταν ότι θα τον χάσει. Η ηρωίνη τον οδήγησε σταδιακά στην εξαθλίωση. Πλέον δεν μπορούσε να σταθεί στο πάλκο και η οικογένειά του εξαντλήθηκε οικονομικά προσπαθώντας να τον στηρίξει. Πουλούσε τα ρούχα του να αγοράσει πρέζα, φίλοι και γνωστοί του αγόραζαν καινούργια κι αυτός έτρεχε πάλι στα ενεχειροδανειστήρια. Οι προσπάθειες των φίλων του, Στρ. Παγιουμτζή, Μ. Γενίτσαρη. Στ. Κυρομήτη, να τον απεξαρτήσουν, αποδείχτηκαν μάταιες.

Πέθανε έξω από τον τεκέ του Ντανακούλη στο Μεταξουργείο και τον μάζεψε το κάρο της αστυνομίας το πρωί.

ΠΗΓΗ.Από το CD Συνθέτες του ρεμπέτικου που επιμελήθηκε ο Π. Κουνάδης.