ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΕΤΡΟΣ

Ο Πέτρος Κυριακός, (1899 – 11 Ιουνίου 1984), ήταν ηθοποιός της επιθεώρησης, της οπερέτας και του κινηματογράφου και τραγουδιστής του ρεμπέτικου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1899. Με την απόλυσή του από το στρατό άρχισε την καριέρα του, ως αυτοδίδακτος ηθοποιός παίζοντας στο "Λαϊκό Θέατρο" του Μεταξουργείου σε ρόλους του "μόρτη" όπου και αναδείχθηκε αρχικά.

Έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στους Απάχηδες των Αθηνών όπου απέδωσε με εκπληκτική επιτυχία το χαρακτηριστικό ρόλο του Καρκαλέτσου όπου και μ΄ αυτόν καθιερώθηκε ευρύτερα.

Συμμετείχε σε πάρα πολλές επιθεωρήσεις, εμφανιζόμενος και σε θεατρικές παραστάσεις αναψυκτηρίων π.χ. στο Γκρην Παρκ, και Άλσος της Αθήνας με τον Γιώργο Οικονομίδη, επίσης στον Πειραιά καθώς και στην κυριακάτικη τηλεοπτική εκπομπή της ΥΕΝΕΔ "Κυριακή χωρίς σύννεφα" που παρουσίαζε ο Όμηρος Αθηναίος.

Στον κινηματογράφο συμμετείχε σε πολλές ταινίες όπως στην ταινία Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται. Πέθανε στην Αθήνα παντελώς ξεχασμένος από τους συναδέλφους του και από τις εφημερίδες. Κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο.

Επιθεώρηση του 1932 με τον Πέτρο Κυριακό

Το κείμενο

- Κεσάτια μωρέ βλάμη κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι
-Τι θα πει αλισβερίσι
-Καλαμπαλίκι μωρ αδερφέ
-Μας φώτισες
-Ε άμα δεν αντίζεσαι τα σέα και τα μέα, γίνου λαγός και πούλευε
-Μα τι γλώσσα είναι αυτή
-Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ αυτό το βιολί Και τώρα δώσε βάση για να φωτιστείς, να μη μείνεις στραβός:

Τις κυράδες λέω γοργόνες,
και τους φίλους νταβατζήδες
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες,
τα μαστούρια τσαμπουκαλήδες

Το μηδέν το λέω τρίχες
και το δάνειο λέω τράκα
Το εννόησες, λέω, μπήκες
και τους τικιτάνγκ Mαρίκες

Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα
και σας κάνω τη κορόιδα

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου
και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα,
το παλτό Επαμεινώντα

Λέω τον πλούτο μπερεκέτι
και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη,
τ ακακαΐδι καρντερίμι

Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη
και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι,
τον γιατρό τον λέω αλμπάνη
Την κουβέντα λέω λίμα,
τη στενή την λέω τμήμα

Το σιλάνς το λέω μόκο,
τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο
Τον καθρέφτη μπανιστήρι,
το συνωστισμό κολλητήρι

Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα
και σας κάνω την μπεκάτσα

Τα μεράκια λέω νταλκάδες,
τους κουτούς τους λέω χαλβάδες
Το θυμό τσαμπουκαλίκι,
την αναποδιά μανίκι

Τη γιορτή καλαμπαλίκι,
το κουράγιο ζοριλίκι
Το μαχαίρι λέω λάζο
και το τρώω μπουζουριάζω

Τώρα πάω μονάχα σκάβω κερκινάδες
κι απολάω σαπουνάδες
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα
κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα
και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα
και τη μπάζα λωβητούρα

Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες,
τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες κουραμπιέδες
και τα γλέντια μερακλίκια

Τώρα στρίβω και τραβάω στη γειτονιά μου,
να μην έβρω τον μπελά μου